- κάτησο
- κάθημαιto be seatedperf imperat mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ναίκι — (Α) ναίχι* («ναίκι ναὶ κάτησο, κάτησο ναίκι ναι, τυθάτριον», Αριστοφ). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για βαρβαρισμό αντί τού ναίχι] … Dictionary of Greek